- φυγᾶς
- φυγήflightfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φυγάς — one who flees masc/fem nom sg φυγά̱ς , φυγή flight fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάς — ο / φυγάς, άδος, ΝΜΑ, και φυγάδας Ν, και φυγάς, ἡ, Α αυτός που έχει φύγει από την πατρίδα του είτε εκούσια ως δραπέτης ή επειδή διώκεται, είτε ακούσια ως εξόριστος (α. «πολιτικοί φυγάδες» β. «τοὺς μὲν ἀπέκτεινε, τοὺς δὲ φυγάδας ἐποίησε», Λυσ.) 2 … Dictionary of Greek
φυγάδα — φυγάς one who flees masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδας — φυγάς one who flees masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδε — φυγάς one who flees masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδες — φυγάς one who flees masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδεσσιν — φυγάς one who flees masc/fem dat pl (epic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδι — φυγάς one who flees masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδος — φυγάς one who flees masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φυγάδων — φυγάς one who flees masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)